- συνῆκα
- συνῆκα s. συνίημι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συνῆκα — συνίημι bring aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνηκα — συνίημι bring aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήμων — ον, Α 1. ενωμένος, συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συνήμονες οι οικείοι ή οι σύντροφοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνη τού συνίημι (πρβλ. αόρ. σύνηκα) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek
συνῆκ' — συνῆκε , συνήκω to have come together imperf ind act 3rd sg συνῆκα , συνίημι bring aor ind act 1st sg συνῆκε , συνίημι bring aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνῆχ' — συνῆχα , συνάγω bring together perf ind act 1st sg συνῆχε , συνάγω bring together perf imperat act 2nd sg συνῆχε , συνάγω bring together perf ind act 3rd sg συνῆκε , συνήκω to have come together imperf ind act 3rd sg συνῆκα , συνίημι bring aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)